Το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την απόφαση που εξεδόθη στις 22 Απριλίου 2015, έκανε δεκτή την προσφυγή της ανωτέρω εταιρείας κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Την υπεράσπιση της ανωτέρω υπόθεσης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου είχε αναλάβει η εταιρία «Χριστιανός και Συνεταίροι».
Με την προσφυγή στην υπόθεση T-320/09 η εταιρεία αιτήθηκε από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και της Επιτροπής με τις οποίες ζητήθηκε η καταχώριση της εταιρείας στο Σύστημα Έγκαιρης Προειδοποίησης (ΣΕΠ). Προς στήριξη της προσφυγής, προβλήθηκαν δύο λόγοι ακυρώσεως που αφορούσαν ο μεν πρώτος, παραβάσεις ουσιώδους τύπου, ο δε δεύτερος παραβίαση των γενικών αρχών και προσβολή θεμελιωδών δικαιωμάτων του δικαίου της Ένωσης και ιδίως της αρχής της χρηστής διοικήσεως, του δικαιώματος ακροάσεως, των δικαιωμάτων άμυνας και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.
Επί του παραδεκτού, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι υφίσταται έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας παρά το γεγονός ότι, εν τω μεταξύ, η καταχώριση της στο ΣΕΠ διεγράφη.
Επί της ουσίας, το Γενικό Δικαστήριο, εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως την αρμοδιότητα της Επιτροπής, έκρινε ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις στερούνταν νομικής βάσεως και ότι η Επιτροπή δεν είχε αρμοδιότητα να εκδώσει την απόφαση 2008/969/ΕΚ, με την οποία θεσπίστηκε το ΣΕΠ. Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι ούτε από τις διατάξεις των Συνθηκών ούτε από εκείνες του δημοσιονομικού κανονισμού προκύπτει ρητή αρμοδιότητα της Επιτροπής προς έκδοση τέτοιας αποφάσεως. Παράλληλα, το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό και το δεύτερο λόγο ακυρώσεως της προσφεύγουσας, ακυρώνοντας τις προσβαλλόμενες αποφάσεις λόγω ελλιπούς αιτιολογίας και προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας.
Για τους λόγους αυτούς, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πρέπει να ακυρωθούν. Επισημαίνεται ότι κατόπιν της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή οφείλει να καλύψει το ενδεχόμενο κενό δικαίου που δημιουργεί η ακύρωση των πράξεων.